σύνδεση

σύνδεση
[-ις (-εως)] η
1) связь;

ψυχική σύνδεση — привязанность;

σύνδεση της θεωρίας με την πρακτική — связь теории с практикой;

μέσα σύνδέσεων — средства связи;

χάνω τη σύνδεση — терять связь;

2) связывание; скрепление, соединение;
3) ассоциёция; объединение (действие); ассоциирование (полит.); 4) тех сцепка, сцепление;

αυτόματη σύνδεση — автоматическая сцепка;

5) тех стыковка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σύνδεση" в других словарях:

  • σύνδεση — η / σύνδεσις, έσεως, ΝΜΑ [συνδέω] η ενέργεια τού συνδέω, ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, συνένωση νεοελλ. 1. συγκράτηση, συνοχή 2. βιολ. η αλληλεξάρτηση τών γονιδίων που προκύπτει από την κατανομή και τη θέση τους πάνω στα χρωματοσώματα και η …   Dictionary of Greek

  • σύνδεση — η συνένωση, δέσιμο: Καταστράφηκε ο μηχανισμός σύνδεσης των σωλήνων. – Έγινε πρόχειρα η σύνδεση των καλωδίων. – Προγραμματίστηκαν πολλές νέες τηλεφωνικές συνδέσεις. – Σύνδεση προτάσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύνδεση χημική — Λέγεται και χημικός συνδυασμός. Αντίδραση μεταξύ δύο ή περισσότερων στοιχείων με αποτέλεσμα τον σχηματισμό μιας ή περισσότερων ενώσεων. Οι νόμοι που ρυθμίζουν τις σ. αυτές ανακαλύφτηκαν αφού η χημεία, κυρίως μετά την εργασία του Λαβουαζιέ.… …   Dictionary of Greek

  • κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιος Ιστός — (World Wide Web ή WWW). Το WWW είναι η ταχύτερα επεκτεινόμενη υπηρεσία του Internet. Το γραφικό περιβάλλον και οι δυνατότητες σύνδεσης των πληροφοριών (hypertext τεχνική) που διαθέτει, την κατέστησαν τη δημοφιλέστερη από τις υπηρεσίες του… …   Dictionary of Greek

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

  • καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… …   Dictionary of Greek

  • σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… …   Dictionary of Greek

  • εξαρτημένο ανακλαστικό — Όρος που υποδηλώνει τη δυνατότητα δημιουργίας περιβαλλοντολογικών συνθηκών, ικανών να ωθήσουν τα άτομα στην εκμάθηση μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Στην καθημερινότητα παρατηρούνται διάφορες μορφές συμπεριφοράς, στη βάση των οποίων… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»